εὐκόλποιο

εὐκόλποιο
εὔκολπος
with beautiful bays
masc/fem/neut gen sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εύκολπος — η, ο (ΑΜ εὔκολπος, ον) (για τόπους, ακτές κ.λπ.) αυτός που έχει καλούς κόλπους ή καλά λιμάνια αρχ. μσν. (για δίχτυ) αυτός που έχει ωραίες πτυχές αρχ. (για γυναίκα) αυτή που έχει ωραίο κόλπο («Κύπριδος εὐκόλποιο», Χριστόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”